πεδιας

πεδιας
    πεδιάς
    I
    -άδος (ᾰδ) adj. f
    1) равнинная, ровная, плоская
    

(γῆ Her.; ὁδός Pind.; ἁμαξιτός Eur.)

    2) растущая на равнине
    

(ὕλη Soph.)

    3) происходящая на ровном месте
    

(μάχη Plut.)

    λόγχη π. Soph. — бой в открытом поле

    II
    -άδος ἥ (sc. γῆ) равнина Her., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πεδιας" в других словарях:

  • Πεδιάς — flat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάς — flat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάς — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Μήνητα από τη Λακεδαίμονα και σύζυγος του βασιλιά της Αττικής Κραναού, από τον οποίο γέννησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. * * * άδος, ή, ΜΑ βλ. πεδιάδα …   Dictionary of Greek

  • Πεδιᾶς — Πεδιεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιᾶς — πεδιεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεδιάδα — Πεδιάς flat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάδα — πεδιάς flat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεδιάδας — Πεδιάς flat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάδας — πεδιάς flat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεδιάδες — Πεδιάς flat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάδες — πεδιάς flat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»